- σιβυλλιώ
- -άω, Α1. επιθυμώ τις σιβυλλικές προφητείες ή καταφεύγω στις σιβυλλικές προφητείες2. είμαι όμοιος με τη Σίβυλλα, βρίσκομαι σε κατάσταση έκστασης και θείας έμπνευσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σίβυλλα + κατάλ. -ιάω, -ιῶ δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ἀρρωστ-ιῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.